τράχυνση

τράχυνση
η
1. σκλήρυνση, σκλήρεμα: Έπαθε τράχυνση του δέρματος.
2. μτφ., ερεθισμός, παρόξυνση, αποχαλίνωση: Τράχυνση της κατάστασης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τράχυνση — η, Ν [τραχύνω] 1. η ενέργεια τού τραχύνω 2. μτφ. παρόξυνση …   Dictionary of Greek

  • εκτράχυνση — η 1. μεταβολή τής ομαλότητας σε τραχύτητα, τράχυνση, σκλήρεμα («η εκτράχυνση τών σχέσεων μεταξύ τών δύο χωρών») 2. μτφ. όξυνση, ένταση, επιδείνωση, χειροτέρευση …   Dictionary of Greek

  • τραχυσμός — ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. τρηχυσμός Α [τραχύνω] τράχυνση, σκλήρυνση, τραχύτητα («διὰ ζύσιν ἢ τρηχυσμὸν τοῡ ἐντέρου», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”